γρυμέα

γρυμέα
γρυμέᾱ , γρυμέα
bag
fem nom/voc/acc dual
γρυμέᾱ , γρυμέα
bag
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γρυμέα — και γρυμαία, η (Α γρυμέα και γρυμαία) 1. σάκος ή κιβώτιο για τοποθέτηση ενδυμάτων ή εργαλείων 2. στρατιωτικό σακίδιο 3. μικρός σάκος που κρέμεται από τον τράχηλο αλόγων ή μουλαριών ή γαϊδουριών και περιέχει την τροφή τους, ταγάρι αρχ. σωρός από… …   Dictionary of Greek

  • γρυμέαν — γρυμέᾱν , γρυμέα bag fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρυπός — ή, ό (ΑΜ γρυπός, ή, όν) 1. κυρτός, γαμψός 2. (για πρόσωπα) αυτός που έχει κυρτή μύτη αρχ. (ουδ. ως ουσ.) το γρυπόν η γρυπότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Εάν θεωρηθεί ως πρωταρχικός ο τ. γρυπός, τότε το γρυψ θα είναι παραγωγό του, σχηματισμένο αναλογικά προς… …   Dictionary of Greek

  • γρυτοδόκη — γρυτοδόκη, η (Α) η γρυμέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γρύτη + δόκη < δέχομαι] …   Dictionary of Greek

  • γρύτη — γρύτη, η (Α) 1. σάκος ή κιβώτιο για τα ενδύματα γυναικών 2. σωρός από ασήμαντα μικροπράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γρυμέα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”